Δοκιμάζουμε: 2017 Renault Megane 1.2 TCe 130 PS


?Επειτα από πολλά χρόνια η Renault παρουσίασε επιτέλους ένα επί της ουσίας διαφορετικό και προηγμένο Mégane. Η έκδοση με έναν νέο, ισχυρότατο 1.2 ΤCe βενζινοκινητήρα παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον υποψήφιο αγοραστή, σε μια κατηγορία με εμπορικά κραταιούς εμπορικούς ανταγωνιστές.

  • 22/11/2017

ΚΕΙΜΕΝΟ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΖΩΓΛΟΠΙΤΗΣ, ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΥΤΟΣ.

Είναι δεδομένο ότι το Mégane έχει αλλάξει σχηματικά πολλές φορές στην έως τώρα εμπορική πορεία του, η οποία ήδη μετρά περίπου 22 χρόνια στην αγορά. Βάσει των δεδομένων, αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί καλή στην ευρωπαϊκή αγορά, γενικότερα, ιδίως εάν συνυπολογίσουμε τα υπόλοιπα οχήματα της κατηγορίας που έχει να ανταγωνιστεί.

Στην έως τώρα ιστορία του, το Mégane μεταμορφωνόταν αισθητικά, αλλά τα μηχανικά μέρη του ουσιαστικά παρέμεναν απαράλλαχτα. Αυτό ήταν βασικό σημείο κριτικής, καθώς οι ανταγωνιστές του βελτιώνονταν διαμέσου των ετών, ενώ το γαλλικό αυτοκίνητο υστερούσε συγκριτικά. Βεβαίως υπάρχει η πραγματικότητα την οποία αντιμετώπιζε επί δεκαετίες η Renault, και δεν ήταν άλλη από την οικονομική στενότητα και τις περικοπές που έπρεπε να κάνει, αλλά και η εν γένει νοοτροπία των Γάλλων ως λαού. Για παράδειγμα, η λεγόμενη «αρχή της ήσσονος προσπάθειας» ή η υπερεκτίμηση του σχήματος συγκριτικά με όποια άλλη ουσία (σημ.: τα χρόνια ηγεσίας του κ. PatrickLeQuément είναι χαρακτηριστική και τυπική καταγραφή αυτής της... mentalité).

Ομως, στο Mégane IV αυτό άλλαξε, φυσικά προς όφελός του. Η χρήση της πλατφόρμας «CMF» («Common Module Family») για τη δημιουργία του άλλαξε τα δεδομένα, επιτρέποντας στους ανθρώπους της Renault να κατασκευάσουν ένα σύγχρονο όχημα, υπό την έννοια ότι χρησιμοποίησαν μηχανικά μέρη και ηλεκτρονικές εφαρμογές οι οποίες τους επέτρεψαν να μειώσουν κατά το δυνατόν το βάρος και να καινοτομήσουν αναφορικά με τα συστήματα ενημερω-διασκέδασης για τους επιβάτες.

 

Μεγαλύτερο

 

Χάρη στην πλατφόρμα «CMF» (στο Mégane IV χρησιμοποιήθηκε η εκδοχή της «C/D», δηλαδή αυτή που προορίζεται για μικρομεσαία, μεγάλα και crossover-SUV μοντέλα της), οι διαστάσεις του μοντέλου αυξήθηκαν από αυτές της προηγούμενης «γενιάς», π.χ. 6,4 cm σε μήκος και 2,8 cm σε ό,τι αφορά το μεταξόνιό του.  Καθώς η συγκεκριμένη πλατφόρμα επιτρέπει τον συνδυασμό τμημάτων σε πέντε τομείς του οχήματος (εσωτερικό, χώρος κινητήρα, εμπρός μέρος σασί, πίσω μέρος σασί και ηλεκτρονικές διασυνδέσεις), στο Mégane IV επιλέχθηκαν εκείνα που θα ταίριαζαν στα δεδομένα τα οποία έθεσαν κατά την εξέλιξή του. Η τέταρτη «γενιά» του έχει μεγαλύτερο πλάτος από πριν και χάρη στη σχεδίαση του αμαξώματός του δείχνει ευρύτερο. Σύμφωνα με όσα ανακοινώθηκαν από τη Renault, το εμπρός μετατρόχιο είναι πλατύτερο κατά 4,7 cm, ενώ το πίσω κατά 3,9 cm. Με αυτό αλλά και με την κατάλληλη ρύθμιση της ανάρτησης, επιδιώχθηκε η καλύτερη δυνατή οδική συμπεριφορά του. Στους πίσω τροχούς υπάρχει ημιάκαμπτος άξονας, παρότι η συγκεκριμένη πλατφόρμα επιτρέπει τη διάταξη πολλαπλών συνδέσμων. Οι Γάλλοι προτίμησαν την πρώτη λύση, καθότι φτηνότερη, αλλά δοκιμασμένη.

 

Ο κινητήρας

Στη Renault εφαρμόζουν την τακτική του «downsizing» στους κινητήρες τους ήδη από το 2002 (με την τότε Laguna). Ετσι, ο 1.2 «Energy» TCe των 130 PS ο οποίος υπήρχε κάτω από το καπό του Mégane «μας» είναι δημιούργημα τεχνογνωσίας που έχει αποκτηθεί έκτοτε στους turbo κινητήρες της εταιρείας. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό, τα στελέχη της εταιρείας αναφέρουν σαφώς ότι για τη δημιουργία του έχουν υιοθετηθεί κάποιες λύσεις από την πολυδεκαετή τεχνογνωσία της Renault στους κινητήρες της Formula 1. Εκτός του όποιου εντυπωσιασμού προκαλεί μια τέτοια δήλωση, στην πράξη τα χαρακτηριστικά λειτουργίας του βενζινοκινητήρα είναι πολύ καλά. Δημιουργήθηκε με βάση μια όσο το δυνατόν πιο ισορροπημένη αναλογία μεταξύ μέγιστης ισχύος, επιδόσεων, χαμηλής κατανάλωσης καυσίμου και ήσυχης λειτουργίας σε όλο το εύρος rpm. Για τον λόγο αυτόν, επιλέχθηκε να έχει χαμηλότερη σχέση συμπίεσης αλλά και πιο «κοντή» κλιμάκωση σχέσεων στο κιβώτιο ταχυτήτων. Το μπλοκ του είναι κατασκευασμένο από κράμα αλουμινίου, διαθέτει σύστημα άμεσου ψεκασμού υψηλής πίεσης, αυλούς εισαγωγής ειδικά σχεδιασμένους ώστε να συμβάλλουν στην ταχεία είσοδο του αέρα προς τον θάλαμο καύσης και σύστημα μεταβλητού χρονισμού των βαλβίδων. Σύμφωνα με τη Renault, το 90% της μέγιστης ροπής του αποδίδεται ήδη από τις 1.500 rpm, ενώ η μέση τυποποιημένη κατανάλωσή του είναι κατά 15%-20% μικρότερη από την αντίστοιχη του 1.4 TCe 130 PS που αντικατέστησε. Σε αυτό συμβάλλει και η ύπαρξη του συστήματος «Start&Stop». Τέλος, έχει γίνει προσπάθεια να μειωθεί το επίπεδο του εκπεμπόμενου θορύβου κατά τη λειτουργία του.

 

Οι εντυπώσεις μας

 

Το Mégane IV, ως μοντέλο, έχει αποσπάσει θετικά σχόλια εν γένει. Τόσο η σχεδίαση, εκτός και εντός, όσο και η ποιότητα της κατασκευής του έχουν επισημανθεί ήδη, παραθέτοντας αισθητικά και εξοπλιστικά στοιχεία από οχήματα μεγαλύτερης κατηγορίας οχημάτων.

Στο εσωτερικό του είναι χαρακτηριστικό, λιτό, με την οθόνη αφής διαγωνίου 8,7 ιντσών να αποτελεί το βασικό θέμα ενασχόλησης των επιβατών. Μεταξύ άλλων, μέσω του συστήματος «Multi Sense» ο οδηγός είναι σε θέση να παραμετροποιεί εν μέρει τα χαρακτηριστικά απόδοσης της ροπής, της αίσθησης του τιμονιού και του ήχου του κινητήρα (μεταβολή χροιάς μέσω των ηχείων) σε πέντε διαφορετικές επιλογές. Μάλιστα μεταβάλλοντας το επιλεχθέν κάθε φορά πρόγραμμα, αλλάζει αντίστοιχα και ο χρωματισμός της κεντρικής οθόνης, του εσωτερικού και του πίνακα οργάνων, μάλιστα στον τελευταίο αλλάζουν και οι ενδείξεις του κάθε φορά. Τέσσερις ενήλικοι θα μεταφερθούν με σχετική άνεση, αλλά το ωφέλιμο μήκος για τους πίσω δεν είναι τόσο ικανοποιητικό όσο θα περιμέναμε από ένα όχημα των διαστάσεων του Mégane IV. Η ποιότητα κατασκευής είναι καλή, με τον συνδυασμό μαλακού και σκληρού πλαστικού να ενώνονται απροβλημάτιστα. Γενικά, τόσο πίσω από τιμόνι όσο και ως επιβάτης του Mégane IV έχεις την αίσθηση ότι βρίσκεσαι σε όχημα μεγαλύτερης κατηγορίας, αναφορικά με την ποιότητα κύλισης και την αίσθηση που αποκομίζεις. Ο κινητήρας κινεί ικανοποιητικά το όχημα, με τη ροπή του να αποδίδεται πράγματι από τις χαμηλές rpm, αλλά έχει σχετικά αυξημένη κατανάλωση καυσίμου.

Η ανάρτηση είναι πολύ καλά ρυθμισμένη για τον «χαρακτήρα» του οχήματος - οι Γάλλοι στη συγκεκριμένη περίπτωση «δείχνουν πώς πρέπει να γίνεται». Απορροφά τις ταλαντώσεις με ξεχωριστό τρόπο, ενώ είναι αρκούντως σφιχτή ώστε να μην επηρεάζεται η οδική συμπεριφορά του οχήματος. Ο συνδυασμός ρύθμισης της ανάρτησης και πλαισίου είναι τέτοιος που αποδεικνύει ότι το τελευταίο μπορεί να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις ενός πολύ ισχυρότερου κινητήρα χωρίς ιδιαίτερες βελτιώσεις. Σε γενικές γραμμές, η οδική συμπεριφορά του είναι ουδέτερη και μόνο όταν το παρακάνει ο οδηγός υποστρέφει «πρoοδευτικά» (sic). Σε ό,τι αφορά το σύστημα πέδησης, ακινητοποιεί σε σχετικά μικρή απόσταση το όχημα, ακόμα και όταν ο οδηγός χρειαστεί να φρενάρει άμεσα κινούμενος με αυξημένη ταχύτητα. Επιλογικά, η έκδοση του Mégane IV με τον 1.2 «Energy»TCe είναι καλή σε υλοποίηση, με συγκεκριμένα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Εάν κάποιος έχει την οικονομική δυνατότητα να το αποκτήσει και με επιπλέον εξοπλισμό, τότε φαντάζει ως μία από τις πιο συμφέρουσες επιλογές της μικρομεσαίας κατηγορίας οχημάτων.